δακτυλις

δακτυλις
    δακτυλίς
    δακτῠλίς
    -ίδος ἥ (sc. σταφυλή) «пальчики» (сорт винограда) Plin.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δακτυλις" в других словарях:

  • δακτυλίς — η (AM δακτυλίς) [δάκτυλος] νεοελλ. γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη μσν. 1. το δάχτυλο 2. το δαχτυλίδι αρχ. είδος σταφυλιού …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίδι — δακτυλίς grape fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλίδος — δακτυλίς grape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»